Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
[Seite 405] = οὗτινος, s. ὅστις.
ὅττεο: ὅττευ, Ἐπικ. γεν. τοῦ ὅστις.
gén. épq. de ὅστις.
ὅττεο: ὅτ-τευ, Επικ. αντί οὗ-τινος, γεν. του ὅστις.
ὅττεο: эп. gen. к ὅστις.