πανσαγία

Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A = πανοπλία, πανσαγίᾳ in full armour, S.Ant.107 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, = πανοπλία, VLL.; – πανσαγίᾳ, in ganzer Rüstung, Soph. Ant. 107.

Greek (Liddell-Scott)

πανσᾰγία: ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ, ἐν πανοπλίᾳ, Σοφ. Ἀντ. 107.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
armure complète ou troupe entière d’homme armés.
Étymologie: πᾶν, σάγη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η πανοπλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)].

Greek Monotonic

πανσᾰγία: ἡ (σάγη), = πανοπλία, δοτ. πανσαγίᾳ, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πανσᾰγία: ἡ полное вооружение Soph.