πανσαγία
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ in full armour, S.Ant.107 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 462] ἡ, = πανοπλία, VLL.; – πανσαγίᾳ, in ganzer Rüstung, Soph. Ant. 107.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
armure complète ou troupe entière d'homme armés.
Étymologie: πᾶν, σάγη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσαγία -ας, ἡ [πᾶς, σάγη] volle wapenrusting.
Russian (Dvoretsky)
πανσᾰγία: ἡ полное вооружение Soph.
Greek Monolingual
ἡ, Α
η πανοπλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σάγη / σαγή «φορτίο, οπλισμός» (< σάττω / σάσσω)].
Greek Monotonic
πανσᾰγία: ἡ (σάγη), = πανοπλία, δοτ. πανσαγίᾳ, με πλήρη οπλισμό, εν πλήρει εξαρτύσει, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πανσᾰγία: ἡ, = πανοπλία, πανσαγίᾳ, ἐν πανοπλίᾳ, Σοφ. Ἀντ. 107.
Middle Liddell
παν-σᾰγία, ἡ, σάγη = πανοπλία, dat. πανσαγίᾳ]
in full armour, Soph.