ἀντιμανθάνω

Revision as of 16:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A learn in turn or instead, Ar.V.1453.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μανθάνω), dagegen lernen, Ar. Vesp. 1453.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμανθάνω: ἀφίνω τὰ παλαιὰ καὶ μανθάνω νέον τι, ἕτερα δὲ νῦν ἀντιμαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1453.

French (Bailly abrégé)

apprendre à son tour ou en retour ou à la place.
Étymologie: ἀντί, μανθάνω.

Spanish (DGE)

aprender a su vez, en su lugar ἕτερα Ar.V.1453.

Greek Monolingual

ἀντιμανθάνω (Α)
αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο.

Greek Monotonic

ἀντιμανθάνω: μέλ -μᾰθήσομαι, εγκαταλείπω την παλιά γνώση και μαθαίνω κάτι νέο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμανθάνω: обучать по-другому, переучивать: ἕτερα ἀντιμαθών Arph. пройдя другую школу.