συνέζευξα
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
French (Bailly abrégé)
ao. de συζεύγνυμι.
Greek Monotonic
συνέζευξα: αόρ. αʹ του συ-ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
συνέζευξα: ион. aor. 1 к συζεύγνυμι.