συνέζευξα

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de συζεύγνυμι.

Greek Monotonic

συνέζευξα: αόρ. αʹ του συ-ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

συνέζευξα: ион. aor. 1 к συζεύγνυμι.