συνέζευξα

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de συζεύγνυμι.

Greek Monotonic

συνέζευξα: αόρ. αʹ του συ-ζεύγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

συνέζευξα: ион. aor. 1 к συζεύγνυμι.