ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ao. de συζεύγνυμι.
συνέζευξα: αόρ. αʹ του συ-ζεύγνυμι.
συνέζευξα: ион. aor. 1 к συζεύγνυμι.