περισσολογία

Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A over-talking, wordiness, Isoc. 12.88; π. καὶ ἀκρίβεια Id.15.264.    II elaborate writing, D.H. Pomp.2.    III exaggeration, J.AJ14.7.2.

German (Pape)

[Seite 592] Weitschweifigkeit, Isocr. 12, 88; Geziertheit im Ausdrucke, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

περισσολογία: ἡ, τὸ λέγειν περιττά, πολυλογία, Ἰσοκρ. 250Ε, π. Ἀντιδ. § 288.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
redondance, verbosité.
Étymologie: περισσολόγος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. περιττολογία.

Greek Monotonic

περισσολογία: ἡ, περιττά λόγια, πολυλογία, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

περισσολογία: атт. περιττολογία ἡ многословность, многоречивость Isocr.