περιττολογία

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

French (Bailly abrégé)

att. c. περισσολογία.

Greek Monolingual

η / περισσολογία, ΝΑ περιττολογώ / περισσολογώ
το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια.