περιττολογία
From LSJ
French (Bailly abrégé)
att. c. περισσολογία.
Greek Monolingual
η / περισσολογία, ΝΑ περιττολογώ / περισσολογώ
το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια.
att. c. περισσολογία.
η / περισσολογία, ΝΑ περιττολογώ / περισσολογώ
το να λέει κανείς περιττά, άχρηστα λόγια.