Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Menander, Monostichoi, 92French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. f. épq. de ἄπειμι¹.
Greek Monotonic
ἀπεσσεῖται: Επικ. αντί ἀπ-έσσεται, γʹ ενικ. μέλ. του ἄπειμι (εἰμί, Λατ. sum).
Russian (Dvoretsky)
ἀπεσσεῖται: эп. 3 л. sing. fut. к ἄπειμι I.