ἀπροσηγορία

Revision as of 17:07, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A want of intercourse, Poet. ap. Arist.EN1157b13.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, 1) das Nichtanreden, Nichtgrüßen. – 2) Mangel an Umgang, Unterredung, Arist. Eth. 8, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσηγορία: ἡ, τὸ μὴ προσαγορεύειν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
le fait de ne pas adresser la parole (à d’autres), manque de relations.
Étymologie: ἀπροσήγορος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de relación πολλὰς δὴ φιλίας ἀπροσηγορία διέλυσεν la falta de relación destruye muchas amistades, Lyr.Eleg.Adesp.47.

Greek Monotonic

ἀπροσηγορία: ἡ, έλλειψη συναναστροφής που πραγματοποιείται με τη συζήτηση, με τη συνομιλία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσηγορία: ἡ молчаливость, необщительность Arst.