German (Pape)
[Seite 730] dor. = ἐσμέν, εἶμες, dor. = εἶναι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. prés. dor. de εἰμί.
Greek Monotonic
εἰμές: Δωρ. αντί ἐσμέν, αʹ πληθ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
εἰμές: и εἰμέν Theocr. (= ἐσμέν) 1 л. pl. praes. к εἰμί.