Greek (Liddell-Scott)
ἰθέως: «ὀρθῶς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
adv.
directement ; tout de suite, aussitôt.
Étymologie: ἰθύς.
Greek Monotonic
ἰθέως: επίρρ. του ἰθύς, βλ. ἰθύς II. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἰθέως: (ῑ) adv. прямо, тут же, сразу: ἰ. τῇ πάγῃ ἐνεχεσθαι Her. тотчас же попасться в западню.