ἰαλεμίστρια

From LSJ
Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰᾱλεμίστρια Medium diacritics: ἰαλεμίστρια Low diacritics: ιαλεμίστρια Capitals: ΙΑΛΕΜΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: ialemístria Transliteration B: ialemistria Transliteration C: ialemistria Beta Code: i)alemi/stria

English (LSJ)

Ion. ἰηλ-, ἡ,

   A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.

Greek Monolingual

ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.

Greek Monotonic

ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱλεμίστρια: ион. ἰηλεμίστρια ἡ плакальщица Aesch.