ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
[Seite 1324] richtiger κὰπ φάλαρα, s. κάπ.
καπφάλαρα: ἧττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κάπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα Ἰλ. Π. 106.
καπφάλαρα: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα.