λέληκα
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Full diacritics: λέληκα | Medium diacritics: λέληκα | Low diacritics: λέληκα | Capitals: ΛΕΛΗΚΑ |
Transliteration A: lélēka | Transliteration B: lelēka | Transliteration C: lelika | Beta Code: le/lhka |
A v. λάσκω. λέλησμαι, v. λανθάνω. II λέλῃσμαι, v. ληΐζομαι.
λέληκα: ἴδε ἐν λέξ. λάσκω
λέληκα: παρακ. του λάσκω.
λέληκα: эп. pf. к λάσκω.