λεοντοφυής

Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ές,

   A of lion nature, ἄγρα E.Ba.1196 (lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 29] ές, von Löwennatur, ἄγρα, Eur. Bacch. 1196.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντοφυής: -ές, ἔχων λέοντος φύσιν, Εὐρ. Βάκχ. 1196.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature du lion.
Étymologie: λέων, φύω.

Greek Monolingual

λεοντοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει φύση λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- -φυής (< φυή, , ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο-φυής, ταυρο-φυής].

Greek Monotonic

λεοντοφῠής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση λιονταριού, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λεοντοφῠής: львиный (ἄγρα Eur.).