μαλοπάρῃος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
German (Pape)
[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.
Greek Monotonic
μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.
Russian (Dvoretsky)
μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.