γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
μελήσω: ἴδε μέλω.
v. μέλω.
μελήσω: μέλ. του μέλω.
μελήσω: fut. к μέλω.