ὁπλιστέον
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
A one must arm, X.Eq.Mag.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλιστέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ ὁπλίζω, δεῖ ὁπλίζειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 6.
Greek Monotonic
ὁπλιστέον: ρημ. επίθ. του ὁπλίζω, πρέπει να εξοπλίσουμε κάποιον, σε Ξεν.