ποίκιλσις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ποικιλία, Pl. Lg.747a(pl.).
German (Pape)
[Seite 651] ἡ, = ποικιλία, Plat. Legg. V, 747 a.
Greek (Liddell-Scott)
ποίκιλσις: -εως, ἡ, (ποικίλλω) = ποικιλία, Πλάτ. Νόμ. 747Α.
Greek Monotonic
ποίκιλσις: -εως, ἡ (ποικίλλω), = ποικιλία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ποίκιλσις: εως ἡ Plat. = ποικιλία.