προσκύνησις

Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A adoration, obeisance, Pl.Lg.887e (pl.); τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις Arist.Rh.1361a36, cf. Phld.Piet.69 (pl.), Plu.Alex.54, Arr.An.4.11.8; π. καὶ ἀσπασμός (in a petitioner's letter) PFlor.296.57 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 771] ἡ, das Verehren, Anbeten; Plat. Legg. X, 887 e; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσκύνησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Νόμ. 887Ε· τὰ βαρβαρικά, οἷον προσκυνήσεις καὶ ἐκστάσεις Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9, πρβλ. πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 54.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prosternation, adoration.
Étymologie: προσκυνέω.

Greek Monotonic

προσκύνησις: ἡ, λατρεία, προσκύνημα, υπόκλιση, σε Αριστ., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκύνησις -εως, ἡ [προσκυνέω] eerbetoon.