προσκύνημα
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
-ατος, τό, act of worship, ib.184.8 (Philae, i B.C.), al., Epigr.Gr.1004, 1010 (Egypt); τὸ π. σου ποιῶ παρὰ τῷ κυρίῳ Σαράπιδι BGU384.4 (ii/iii A.D.), PFay.127.4 (ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 771] τό, Verehrung, Anbetung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκύνημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ προσκυνεῖν, χαιρετισμός, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1004, 1010, Εὐστ. Πονημάτ. 112. 59. 2) τὸ μεταβαίνειν εἰς ἁγίους τόπους, ὡς ποιοῦσι νῦν οἱ προσκυνηταί, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4908, 4989. Οὕτω καὶ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγρ. Αἰγύπτου.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προσκυνῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσκυνώ, η εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού και η απόδοση τιμής, ιδίως προς το θείο
2. το ταξίδι του προσκυνητή («ετοιμάζεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους»)
νεοελλ.
1. τόπος στον οποίο μεταβαίνουν οι πιστοί για απόδοση θρησκευτικής λατρείας («το σημαντικότερο προσκύνημα τών χριστιανών είναι η Ιερουσαλήμ»)
2. ναός, ιερό
3. η υποταγή υποτελούς προς τον κυρίαρχο, τον δεσπότη και, ιδίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η υποταγή στον σουλτάνο ή στον μωαμεθανισμό λόγω τών συνεχών πιέσεων και διωγμών
νεοελλ.-μσν.
1. η απόδοση τιμών, κυρίως με πομπή λαού, στη σορό επιφανούς νεκρού («η σορός του δημάρχου εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα»)
2. στον πληθ. τα προσκυνήματα
χαιρετισμοί που δίνονται με σεβασμό («τα προσκυνήματά μου στους γονείς σου»).