συμπλώω
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
German (Pape)
[Seite 988] ep. u. ion. statt συμπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλώω: Ἰων. ἀντὶ συμπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συμπλέω.
Greek Monotonic
συμπλώω: Ιων. αντί συμπλέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπλώω: ион. = συμπλέω.