ὑποστέγω

Revision as of 09:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A cover up, X.Cyn.5.10; contain, hold, Placit.4.22.2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστέγω: κρύπτω, καλύπτω ὑποκάτω, Ξεν. Κυνηγ. 5. 10.

French (Bailly abrégé)

cacher en dessous.
Étymologie: ὑπό, στέγω.

Greek Monolingual

Α
υποστεγάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στέγω «στεγάζω»].

Greek Monotonic

ὑποστέγω: κρύβω, καλύπτω από κάτω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποστέγω: прикрывать, закрывать (τι Xen.).