χρέω
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1371] ion. = χράω, Il., Orakel ertheilen, H. h. Apoll. 253. 293 u. Her. S. auch χρείω.
Greek (Liddell-Scott)
χρέω: Ἰων. ἀντὶ χράω (Γ), Α, δίδω χρησμόν, χρησμοδοτῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 253 293.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. prés. ion. de χράομαι, Moy. de χράω².
English (Slater)
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. χρῶ (II).
Greek Monotonic
χρέω: Ιων. αντί χράω (Γ), δίνω χρησμό, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χρέω: HH = χράω III.