διοχυρόω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
strengthd. for ὀχυρόω, Plb.5.46.3 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διοχῠρόω: ἐπιτεταμ. ὀχυρόω, Πολύβ. 5. 46, 3.
Spanish (DGE)
fortificar en v. pas., Plb.5.46.3.
Russian (Dvoretsky)
διοχῠρόω: сильно укреплять (διωχυρωμένος τάφροις καὶ χάραξι Polyb.).