παλινόρμενος

Revision as of 04:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

η, ον,

   A rushing back, Il.11.326 (better divisim).

German (Pape)

[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend, Il. 11, 324.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνόρμενος: -η, -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμῶν, Ἰλ. Λ. 326· πρβλ. παλίνορσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance en arrière, qui revient sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

English (Autenrieth)

rushing back, Il. 11.326†. Better written as two words.

Greek Monolingual

παλινόρμενος, -ένη, -ον (Α)
αυτός που όρμησε προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὄρμενος, μτχ. αορ. τοὐ ὄρνυμαι «ορμώ»].

Greek Monotonic

πᾰλῐνόρμενος: -η, -ον, ορμώμενος προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλῐνόρμενος: стремительно повернувшийся назад Hom.

Middle Liddell

πᾰλῐν-όρμενος, η, ον
rushing back, Il.