δεκαεπτά
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
German (Pape)
[Seite 542] Sp., für ἐννεακαίδεκαu. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαεπτά: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δέκα.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): δεχεπτά I.BI 5.466, SEG 33.1475 (Cirenaica I/II d.C.)
• Grafía: frec. escrito δέκα ἑπτά
diecisiete Arist.Metaph.1093a30, IIasos 1.83 (IV a.C.), Didyma 427.10 (III a.C.), PSI 509.13 (III a.C.), PCair.Zen.72.3 (III a.C.), I.BI 2.293, l.c., SEG l.c., Str.2.5.42, Plu.TG 12, S.E.M.1.114, PCol.137.94 (IV d.C.), PMich.683.2 (V d.C.)
•en fechas πρὸ ἡμερῶν δ. Καλανδῶν Νοενβρίων IG 7.413.60 (Oropo I a.C.), cf. Iust.Nou.22.46.
Greek Monolingual
και δεκαεφτά (AM δέκα ἑπτά)
ο αριθμός που αποτελείται από μια δεκάδα και επτά μονάδες.
Russian (Dvoretsky)
δεκαεπτά: οἱ, αἱ, τά indecl. Diod. = ἑπτακαίδεκα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαεπτά [δέκα, ἑπτά] indecl. zeventien.