προσδέκομαι
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek (Liddell-Scott)
προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προσδέχομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσδέκομαι zie προσδέχομαι.