προσδέκομαι

From LSJ
Revision as of 08:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek (Liddell-Scott)

προσδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ προσδέχομαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προσδέχομαι.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. προσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

προσδέκομαι: ион. = προσδέχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδέκομαι zie προσδέχομαι.