θυΐω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek (Liddell-Scott)
θυΐω: ἢ θυίω, = θύω, διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, ὑποτακτ. θυΐωσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 560· παρατ. ἔθυιεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 755.
French (Bailly abrégé)
s'élancer impétueusement ; être saisi d’un transport prophétique.
Étymologie: θύω².
Greek Monotonic
θυΐω: ή θυίω, = θύω, εμπνέομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
θυΐω: (только 3 л. pl. praes. conjct. θυΐωσιν) приходить в исступление: αἱ (sc. Θριαὶ) δ᾽ ὅτε θυΐωσιν, ἐθέλουσιν ἀληθείην ἀγορεύειν HH когда Трии, придя в исступление, захотят вещать истину, т. е. прорицать.