θυΐω

From LSJ
Revision as of 07:55, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

θυΐω: ἢ θυίω, = θύω, διατελῶ ὑπὸ ἔμπνευσιν, ὑποτακτ. θυΐωσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 560· παρατ. ἔθυιεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 755.

French (Bailly abrégé)

s'élancer impétueusement ; être saisi d’un transport prophétique.
Étymologie: θύω².

Greek Monotonic

θυΐω: ή θυίω, = θύω, εμπνέομαι, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

θυΐω: (только 3 л. pl. praes. conjct. θυΐωσιν) приходить в исступление: αἱ (sc. Θριαὶ) δ᾽ ὅτε θυΐωσιν, ἐθέλουσιν ἀληθείην ἀγορεύειν HH когда Трии, придя в исступление, захотят вещать истину, т. е. прорицать.