ἐπαναστέλλω

Revision as of 09:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A check, resist, αἱ γενέσεις ἐ. τὰς φθοράς Arist.Mu.397b3 (v. ἀνασηκόω).

German (Pape)

[Seite 901] zurückschlagen u. in die Höhe heben, Clem. Al.; verhindern, τὰς φθοράς Arist. mund. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναστέλλω: σύρω ὀπίσω, ὀλίγον ἐπαναστείλας τοῦ καταπετάσματος, ὡς δείξων τὸν θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 253. ΙΙ. αἱ γενέσεις ἐπαναστέλλουσι τὰς φθορὰς, χρησιμεύουσιν ὡς ἀντιστάθμισμα εἰς τὰς φθορὰς, Ἀριστ. π. Κόσμου 5. 13.

Greek Monolingual

ἐπαναστέλλω (Α)
1. αναπληρώνω
2. μέσ.
ανασύρω, ανασηκώνω, αναστέλλω
3. σέρνω, τραβώ προς τα πίσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναστέλλω: восстанавливать, возмещать (τὰς φθοράς Arst.).