λιθόγλυφος

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας hydrobiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithoglyphus < νεολατ. lithoglyphus < litho- (< λιθο-) + glyphus (< -γλυφος < γλύφω)].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόγλῠφος: ὁ резчик по камню, ваятель Luc.