παρτιθεῖ
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
English (LSJ)
Epic for παρατιθεῖ.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
παρτιθεῖ: эп. 3 л. sing. praes. к παρατίθημι.