διαψηφιστός

From LSJ
Revision as of 15:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψηφιστός Medium diacritics: διαψηφιστός Low diacritics: διαψηφιστός Capitals: ΔΙΑΨΗΦΙΣΤΟΣ
Transliteration A: diapsēphistós Transliteration B: diapsēphistos Transliteration C: diapsifistos Beta Code: diayhfisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A elected, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Arist.Rh.Al.1424b2.

German (Pape)

[Seite 614] durch Abstimmen gewählt, Arist. rhet. Alex. 3. ἀρχαί

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφιστός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς διὰ ψήφου, ἀρχαὶ κρυπτῇ ψήφῳ δ. Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 3. 17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
elegido por votación αἱ δὲ μέγισται (ἀρχαί) κρυπτῇ ψήφῳ ... διαψηφισταί Anaximen.Rh.1424b3.

Greek Monolingual

διαψηφιστός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκλέχθηκε με ψήφο, εκλεγμένος.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφιστός: избранный голосованием (ἀρχαί Arst.).