περιπολαῖος

Revision as of 17:30, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A open all round, flat, of eyes, Arist.Phgn.810a1 (Comp., nisi leg. ἐπι-, cf. foreg.).

German (Pape)

[Seite 588] von Augen, Arist. physiogn. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για μάτι) αυτός που είναι ολόγυρα ανοιχτός, ορθάνοιχτος, ή, κατ' άλλους, αυτός που στρέφεται παντού, ευκίνητος, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγ-αίος)].

Russian (Dvoretsky)

περιπολαῖος: вращающийся, т. е. подвижной, бегающий (ὀφθαλμοί Arst.).