περιπολαῖος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ον, open all round, flat, of eyes, Arist. Phgn. 810a1 (Comp., nisi leg. ἐπιπολαῖος, cf. περιπολάζω).
German (Pape)
[Seite 588] von Augen, Arist. physiogn. 5.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για μάτι) αυτός που είναι ολόγυρα ανοιχτός, ορθάνοιχτος, ή, κατ' άλλους, αυτός που στρέφεται παντού, ευκίνητος, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαίος)].
Russian (Dvoretsky)
περιπολαῖος: вращающийся, т. е. подвижной, бегающий (ὀφθαλμοί Arst.).