Ὀδυσσεία

Revision as of 06:51, 22 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, (variant of Ὀδύσσεια)

   A the Odyssey, Hdt.4.29, Pl.R.393b, Arist.Rh.1406b12, Po.1449a1, al., AP7.377 :—Adj. Ὀδυσσ-ειᾰκός, ή, όν, of or for the Odyssey, προσῳδία, title of work by Hdn.Gr., Sch.Ar.Av.862.

Greek (Liddell-Scott)

Ὀδύσσεια: ἡ, ποίημα Ἐπικὸν τοῦ Ὁμήρου πραγματευόμενον τὰς περιπλανήσεις τοῦ Ὀδυσσέως, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 4, Ποιητ. 4, 12, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 7. 377· Ὀδυσσειᾰκός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ὀδύσσειαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 862.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
l’Odyssée, poème d’Homère.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.

Greek Monolingual

η (Α Ὀδύσσεια)
βλ. οδύσσειος.

Greek Monotonic

Ὀδύσσεια: ἡ, η Οδύσσεια, το Ομηρικό έπος, σε Αριστ.

Middle Liddell

Ὀδύσσεια, ἡ,
the Odyssey, Arist. [from Ὀδυσσεύς

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
l’Odyssée, poème d’Homère.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.

Russian (Dvoretsky)

Ὀδυσσεία: ион. Ὀδύσσεια или Ὀδυσσείη ἡ Одиссея (повесть об Одиссее, вторая из обеих поэм Гомера).