οδύσσειος

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀδύσσειος, -α, -ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, -α, -ον) Οδυσσεύς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες»)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια
επικό ποίημα του Ομήρου το οποίο πραγματεύεται τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα μετά την άλωση της Τροίας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) μτφ. α) αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες και βάσανα
β) περιπλάνηση γεμάτη απρόοπτα
Ι