περιπαθῶς
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
adv.
avec une vive affection de l’âme.
Étymologie: περιπαθής.
Russian (Dvoretsky)
περιπᾰθῶς: с глубоким волнением, весьма взволнованно Luc., Plut.