κυβερνητική
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητική: ἡ (sc. τέχνη) искусство управления Plat.
English (Woodhouse)
(see also: κυβερνητικός) steering, art of steering