κυβερνητική
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
Russian (Dvoretsky)
κῠβερνητική: ἡ (sc. τέχνη) искусство управления Plat.
English (Woodhouse)
(see also: κυβερνητικός) steering, art of steering