Πελασγίς
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.
Greek Monolingual
-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.