κωδία

From LSJ
Revision as of 20:02, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

German (Pape)

[Seite 1540] ἡ, = κώδεια, Mohnkopf; Ar. frg. 166; Medic.; Theophr. – Bei Arist. probl. 16, 8 der Bauch der Wasseruhr.

Greek Monolingual

η (Α κωδία)
η κώδεια, η κάψα ορισμένων φυτών που περιέχει τα σπέρματα
αρχ.
φρ. «κωδία τῆς κλεψύδρας» — το άνω ευρύ μέρος της κλεψύδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κώδεια.

Russian (Dvoretsky)

κωδία:
1) головка мака Arph.;
2) резервуар (τῇς κλεψύδρας Arst.).