Φερσεφόνη

From LSJ
Revision as of 14:50, 31 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek (Liddell-Scott)

Φερσεφόνη: ποιητικ. ἀντὶ Περσεφόνη, συχν. παρὰ Πινδ. Φερσεφόνεια Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monotonic

Φερσεφόνη: ποιητ. αντί Περσεφόνη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Φερσεφόνη: дор. Φερσεφόνᾱ ἡ Pind. = Περσεφόνη.