γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Source
German (Pape)
[Seite 794] = προεννέπω.
Greek (Liddell-Scott)
προὐννέπω: ἴδε ἐν λ. προενν-.
French (Bailly abrégé)
contr. de προεννέπω.
Greek Monotonic
προὐννέπω: βλ. προ-εννέπω.
Russian (Dvoretsky)
προὐννέπω: стяж. = προεννέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προὐννέπω zie προεννέπω.