ταρίχευσις

Revision as of 01:42, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88.    2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ταριχεία.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek Monotonic

τᾰρίχευσις: ἡ,
1. βαλσάμωμα, ταρίχευση, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
2. αλάτισμα, πάστωμα, λέγεται για ψάρια, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρίχευσις: εως (ῑχ) ἡ Her. = ταριχεία 1 и 2.

Middle Liddell

τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]
1. embalming, of mummies, Hdt.
2. pickling, salting, of fish, Hdt.