ταρίχευση

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

η / ταρίχευσις, -εύσεως, ΝΜΑ ταριχεύω
1. η επεξεργασία του νεκρού σώματος με σκοπό την αποστείρωσή του ή την προστασία του από την αποσύνθεση
2. μέθοδος συντήρησης τών τροφίμων κυρίως με τη χρήση αλατιού, και σπανίως με κάπνισμα ή με ξήρανση στον αέρα
3. τεχνική της δημιουργίας αληθοφανών αναπαραστάσεων του σώματος τών ζώων, κυρίως πουλιών και θηλαστικών, με τη χρησιμοποίηση του επεξεργασμένου δέρματός τους, καθώς και διαφόρων στηρικτικών δομών, αλλ. βαλσάμωμα
μσν.
μτφ. παράταση για μεγάλο χρονικό διάστημα.