βαλσάμωμα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
και μπαλσάμωμα, το βαλσαμώνω
η ταρίχευση με τη χρησιμοποίηση αντισηπτικών ουσιών.