προσόμορος
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
*προσόμορος, v. προσόμουρος.
Russian (Dvoretsky)
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).