ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
υῖα, ός;part. de σέσηρα.
σεσηρώς: υῖα, ός part. pf. pass. к σαίρω.
σεσαρυῖα, σεσηρός, s. σαίρω¹.